- κορνέτο
- τοπνευστό ορειχάλκινο μουσικό όργανο, όμοιο με την τρομπέτα αλλά μικρότερων διαστάσεων και υψηλότερης τονικής έκτασης, που χρησιμοποιείται κυρίως στη σύγχρονη τζαζ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cornetto].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.